To portal της Μάνης
 Επιστοφή στην αρχική σελίδα
 To Forum της Μάνης
Δερβενάκια

Η ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΔΕΡΒΕΝΑΚΙΑ 1822

του ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΖΕΝΑΚΟΥ

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1770 - 1843)

d1_120

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: ο νικητής στο Βαλτέτσι, στην Τριπολιτσά, στα Δερβενάκια, ο αγωνιστής που ύψωσε το ανάστημά του στους κατακτητές, εμψύχωσε τους Έλληνες και βοήθησε στην αναγέννηση του ελληνικού έθνους ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς. Και μετά, κατηγορήθηκε ως προδότης. Ως συνένοχος συνωμοσίας με τους Ρώσους κατά του βασιλέα Όθωνα. Και γι' αυτόν τον λόγο καταδικάστηκε σε θάνατο. Μόνο δύο δικαστές, ο Πολυζώης και ο Τερτσέτης, δεν υπέγραψαν την καταδίκη του ήρωα της Επανάστασης. Μια προδοσία την οποία ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης δεν παραδέχθηκε ποτέ και μια υπόθεση που ως σήμερα παραμένει άλυτη.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε το 1770 στο χωριό Λιμποβίτσι, στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας. Έχασε μικρός τον πατέρα του, Κωνσταντή, από τους Τούρκους και νωρίς στην εφηβεία του έμαθε από τη μάνα του ότι περίπου πενήντα του γένους των Κολοκοτρωναίων είχαν σφαγιασθεί από τους Τούρκους μέσα σε χρονικό διάστημα σαράντα χρόνων. Τότε έγινε κλέφτης στις πλαγιές του Μοριά. Όταν ο κλοιός των Τούρκων έσφιξε γύρω από τα κλέφτικα λημέρια ο Κολοκοτρώνης κατέφυγε στα Επτάνησα, τα οποία βρίσκονταν υπό την κατοχή της Ενετικής Δημοκρατίας, κρησφύγετο όχι μόνο για πολεμιστές αλλά και για διανοουμένους και μελλοντικούς πρωτοστάτες της Επανάστασης. Στη Ζάκυνθο οι Θεοτόκηδες, οι Κολοκοτρωναίοι και οι Μεταξάδες ονειρεύονταν τον αγώνα του ελληνικού έθνους. Αν και αγράμματος - λέγεται ότι η μοναδική επιστολή που έγραψε ποτέ ήταν στον Καραϊσκάκη, η οποία περιείχε 8-10 λέξεις - στη Ζάκυνθο ο Κολοκοτρώνης είχε την τύχη να παρακολουθήσει μαθήματα από τον Αντώνιο Μαρτελάο. Τα μαθήματα αυτά τον βοήθησαν να πλάσει τον δικό του χαρακτήρα και να αποκτήσει εθνική συνείδηση.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στα Επτάνησα ο Κολοκοτρώνης δεν έμεινε άπραγος. Το 1807, όταν ο Αλή Πασάς απείλησε να καταλάβει τη Λευκάδα, την προστασία της ανέλαβε ο Ιωάννης Καποδίστριας με εντολή της Κυβερνήσεως του Ιονίου. Ο Κολοκοτρώνης καθώς και άλλοι οπλαρχηγοί κλήθηκαν να βοηθήσουν. Τρία χρόνια μετά, οι Άγγλοι ζήτησαν τη βοήθεια του Κολοκοτρώνη προκειμένου να τους οργανώσει και τον έχρισαν ταγματάρχη. Από τον τίτλο αυτόν προέρχεται και η φημισμένη περικεφαλαία του πολέμαρχου. Το σώμα Ελλήνων που οργάνωσε είχε στην επίσημη στολή του την περικεφαλαία που αργότερα έκανε τον Γέρο του Μοριά να ξεχωρίζει. Επάνω στις περικεφαλαίες χάραξε τη λέξη «είθε», με την οποία προέτρεπε τον εαυτό του να προετοιμάσει γρήγορα τον στρατό όχι για να βοηθήσει τους Άγγλους αλλά για να οδεύσει σύντομα προς την απελευθέρωση του Έθνους.

Στη Ζάκυνθο ορκίστηκε και αυτός στη Φιλική Εταιρεία, αποφασισμένος να εκπληρώσει τον μεγάλο του πόθο: να δει τα βουνά της Πελοποννήσου ελεύθερα. Ύστερα κατέβηκε στη Μάνη, δύο μήνες προτού κηρυχθεί η Επανάσταση. Στο Βαλτέτσι πολέμησε επί 23 ώρες και με τη μεγάλη αυτή νίκη έδωσε ελπίδα στους Έλληνες στα πρώτα βήματα της Επανάστασης. Ακολούθησε η πολιορκία των Τούρκων στην Τρίπολη και στην πορεία για την Πάτρα εμφανίστηκε ο Δράμαλης. Προτού φθάσουν οι Τούρκοι στο Ναύπλιο και πνίξουν την Επανάσταση, στα Δερβενάκια ο Κολοκοτρώνης τούς αποδεκάτισε, καταξιώνοντας πλέον τη θέση του στον αγώνα.

Μετά τα Δερβενάκια όμως οι πολιτικές αντιθέσεις που έπλητταν την Ελλάδα σκίασαν το πρόσωπό του. Σε μια εσωτερική διαμάχη ο Κολοκοτρώνης φυλακίζεται από την κυβέρνηση σε μοναστήρι της Ύδρας.

Ο Σουλτάνος ζητάει τη βοήθεια της Αιγύπτου προκειμένου να σταματήσει την Επανάσταση και ο Ιμπραΐμ, ο διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου, φθάνει στην Πελοπόννησο. Η Σφακτηρία και το Ναυαρίνο πέφτουν στα χέρια του εχθρού. Τότε καλείται και πάλι ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκινάει και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διαρκεί από το 1825 ως το 1828, όταν στην Ελλάδα φθάνει το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα.

Καθώς είχε υπάρξει θερμός υποστηρικτής του δολοφονημένου Ιωάννη Καποδίστρια, ο Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε για προδοσία εναντίον του ανήλικου ακόμη βασιλέα Όθωνα, ο οποίος κυβερνούσε τότε τη νεοσύστατη χώρα υπό την καθοδήγηση τριμελούς αντιβασιλείας, εγκατεστημένης από τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας τον Μάιο του 1831.

Το 1833 ο Κολοκοτρώνης μαζί με άλλους αγωνιστές φυλακίστηκε στο κάτεργο του Ιτς Καλέ, στην Ακροναυπλία, και το 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Ποινή εν τούτοις που δεν επιβλήθηκε ποτέ, εφόσον ο Όθωνας, με την ενηλικίωσή του το 1835, απελευθέρωσε τους δύο αγωνιστές.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843 από αποπληξία, επιστρέφοντας από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα.

Δράμαλης (Μαχμούτ Πασάς) (1780; - 1822)

d2_120

Ο Δράμαλης γεννήθηκε ως Μαχμούτ, περίπου το 1780, στη Δράμα, από όπου πήρε και το επώνυμό του. Ανατράφηκε στην Κωνσταντινούπολη, στα ανάκτορα του Σουλτάνου Σελίμ Γ', του οποίου ήταν όμηρος. Μεγαλώνοντας ακολούθησε διάφορους εξέχοντες τούρκους στρατιωτικούς στις εκστρατείες τους εναντίον των Βουλγάρων, των Σέρβων και των Αιγυπτίων, αποκτώντας με αυτόν τον τρόπο εξαιρετική στρατιωτική εκπαίδευση. Η διαρκώς αυξανόμενη φήμη των διοικητικών του ικανοτήτων, αλλά και η υποστήριξη της Σουλτάνας Βαλιδέ, του χάρισαν, μετά τον θάνατο του πατέρα του Σαλίχ, την τοπαρχία της Δράμας, με τον τίτλο του πασά. Αργότερα, το 1820, τοποθετήθηκε από τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β' στη Λάρισα, όπου και επέδειξε ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά τόσο απέναντι στον ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό όσο και προς τους αρματολούς του Ολύμπου και του Πηλίου.

Κατά τη διάρκεια της ρήξης του Αλή Πασά των Ιωαννίνων με τον Σουλτάνο τον Μάιο του 1820 έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον του αποστάτη πασά, πρώτα υπό την αρχιστρατηγία του Πασόμπεη και ύστερα του Χουρσίτ. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Αλή από τα στρατεύματα του Σουλτάνου ξέσπασε και η Ελληνική Επανάσταση. Τότε ο Δράμαλης, για να εξασφαλίσει τα νώτα του, επεχείρησε αιφνιδιαστική εκστρατεία εναντίον των Αγράφων, αμέσως μόλις εκδηλώθηκαν εκεί οι πρώτες επαναστατικές κινήσεις, και ανάγκασε τους ντόπιους οπλαρχηγούς (Σταμούλη, Γάτσο κ.ά.) σε υποταγή, με αντίτιμο τις ζωές των αμάχων. Μετά την εκτέλεση του Αλή, ο Χουρσίτ έπεσε στη δυσμένεια του Σουλτάνου, ο οποίος ανέθεσε στον Δράμαλη την υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης, κρίνοντάς τον ως τον πλέον κατάλληλο.

Με τον τίτλο πια του σερασκέρη (αρχιστρατήγου) πήρε τη διαταγή να βαδίσει κατά της Πελοποννήσου. Αφού ετοίμασε ένα πολυάριθμο, για την εποχή, στράτευμα 24.000 πεζών και 6.000 ιππέων αναχώρησε από τη Λάρισα στα τέλη Ιουνίου του 1822. Για τη μεταφορά του απαραίτητου πολεμικού υλικού και των ζωοτροφών συνόδευαν τις δυνάμεις του 30.000 μουλάρια και 500 καμήλες. Είχε ακόμη μαζί του και έξι κανόνια.

Σχεδόν χωρίς αντίσταση έφθασε ως τη Βοιωτία, λεηλάτησε την πεδιάδα της Κωπαΐδας, έκαψε τη Θήβα και προχώρησε ως τον Ισθμό, σπέρνοντας παντού τον πανικό και την καταστροφή. Οι Έλληνες είχαν στείλει στα Γεράνεια στρατό υπό τις διαταγές του Ρήγα Παλαμήδη με σκοπό να υπερασπιστούν τα Μεγάλα Δερβένια. Με τη θέα όμως και μόνο του μεγέθους του τουρκικού στρατού οι ελληνικές δυνάμεις εγκατέλειψαν αμαχητί τις θέσεις τους θεωρώντας κάθε άμυνα ανώφελη.

Αμαχητί επίσης ο Δράμαλης κατέλαβε και τον Ακροκόρινθο, καθώς ο Ιάκωβος Θεοδωρίδης, υπεύθυνος για την άμυνα του φρουρίου, το εγκατέλειψε, αφού προηγουμένως δολοφόνησε τον αιχμάλωτό του Κιαμίλ Μπέη. Στην Κόρινθο ο Δράμαλης νυμφεύθηκε τη χήρα τού Κιαμίλ και προχώρησε προς το Άργος, χωρίς ωστόσο προηγουμένως να εξασφαλίσει τις διαβάσεις που δέσποζαν μεταξύ Κορίνθου και Άργους για την περίπτωση μιας πιθανής υποχώρησης.

Ο ήδη μεγάλος πανικός από την προέλαση του Δράμαλη αυξήθηκε στον μέγιστο βαθμό ύστερα από την αποχώρηση, με πλοία, της κυβέρνησης από την πρωτεύουσα. Σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή έδειξαν ξεχωριστό θάρρος δύο από τους πρωταγωνιστές του Αγώνα: ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Υψηλάντης. Ο δεύτερος, κλεισμένος στο φρούριο του Άργους, πρόβαλε σθεναρή αντίσταση για δώδεκα ημέρες, καθυστερώντας έτσι την προέλαση των Τούρκων και δίνοντας παράλληλα τον χρόνο στον πρώτο να ξεσηκώσει και να εξοπλίσει τον πληθυσμό. Ο Κολοκοτρώνης απέδειξε τη στρατηγική του ευφυΐα εφαρμόζοντας ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό, δεδομένων των συνθηκών, σχέδιο: διέταξε το κάψιμο των σπαρτών της πεδιάδας του Άργους προκειμένου, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ξηρασία εκείνου του καλοκαιριού, να αναγκάσει τον Δράμαλη να υποχωρήσει. Στη συνέχεια, βέβαιος για την πορεία επιστροφής του εχθρικού στρατεύματος, έλαβε θέσεις γύρω από τα στενά των Δερβενακίων. Πράγματι, στερημένος από νερό και τροφές, ο Δράμαλης αποφάσισε να επιστρέψει στην Κόρινθο.

Κατά τη διάρκεια της διέλευσής του όμως από τα Δερβενάκια, στις 26 Ιουλίου 1822, υπέστη πραγματική πανωλεθρία, η οποία ολοκληρώθηκε στον Άγιο Σώστη και στο Αϊνόριο.

Συντετριμμένος και καταβεβλημένος ο Δράμαλης έφθασε με τα υπολείμματα της στρατιάς του στην Κόρινθο, όπου και πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1822.

Η ΜΑΧΗ

Τον Ιανουάριο του 1821 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης βρισκόταν στη Μάνη, όπου προσπαθούσε να αμβλύνει τις τοπικές διαφωνίες, προκειμένου όλοι να προετοιμαστούν για τον επικείμενο πόλεμο, ο οποίος πλέον φάνταζε βέβαιος. Όπως σημειώνει στα απομνημονεύματά του, πέτυχε να συμφιλιώσει «διάφορα σπίτια μανιάτικα, χωρισμένα κατά τη συνήθειά τους», ώστε να κατορθώσει κάπως να οργανώσει τις άτακτες και απείθαρχες τοπικές ομάδες. Ως τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς η Μάνη «έβραζε», με έκδηλες πολεμικές διαθέσεις.

Στις 22 Μαρτίου οι Μανιάτες του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο Κολοκοτρώνης μαζί με τον ανιψιό του Νικήτα Σταματελόπουλο - τον «Νικηταρά», ο οποίος αργότερα, στη μάχη των Δολιανών, θα ονομαζόταν και «Τουρκοφάγος» -, ο Παπαφλέσσας, ο Αναγνωσταράς και μόλις περισσότεροι από 2.000 άνδρες βάδισαν προς την Καλαμάτα. Την επομένη η πόλη παραδόθηκε. Στις 24 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας κυκλοφόρησαν την εξής προκήρυξη, στη Σκάλα Αρκαδίας: «Η ώρα έφτασε, το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη, τα πάντα εδικά μας και ο Θεός του παντός μεθ' ημών έσεται. Μη πτοηθείτε εις το παραμικρόν. Σεις είσθε ατρόμητοι των προγόνων μας απόγονοι. Γενικώς οπλισθείτε με ανοικτά μπαϊράκια και τρέξατε εναντίον των εχθρών της πίστεως και της πατρίδος. Εντός ολίγων ημερών φθάνομεν και ημείς με 10.000 στρατεύματα».

Από την προκήρυξη και μόνο διαφαίνεται το ότι ο Κολοκοτρώνης, ήδη από τις πρώτες ημέρες της επανάστασης, αποκτούσε κύρος και φήμη στρατιωτικού ηγέτη, γεγονός που από τη μία εμψύχωνε τους διστακτικούς Έλληνες αλλά από την άλλη βεβαίως προβλημάτιζε τους εφησυχασμένους κοτζαμπάσηδες. Η φήμη αυτή του Κολοκοτρώνη καθώς και οι επιτυχίες του στις αψιμαχίες των πρώτων ημερών στάθηκαν σωτήριο αντίβαρο για την απειρία των Ελλήνων σε πολεμικές συγκρούσεις εναντίον οργανωμένων στρατευμάτων.

Ο Γέρος του Μοριά στα Δερβενάκια, με τα παλικάρια του

d3_120

Σχεδόν από την πρώτη στιγμή των εχθροπραξιών οι Τούρκοι είχαν οχυρωθεί στα κάστρα των παραλίων της Πελοποννήσου και στην Τριπολιτσά. Μόνος ανάμεσα στους έλληνες οπλαρχηγούς, ο Κολοκοτρώνης υποστήριζε το σχέδιο πολιορκίας της Τριπολιτσάς, το οποίο δικαίως ταύτιζε με την εδραίωση της επανάστασης. Τελικά, στο πολεμικό συμβούλιο που έλαβε χώρα στο χωριό Πάπαρι, οι οπλαρχηγοί αποφάσισαν να διορίσουν αρχιστράτηγο τον Πέτρο Μαυρομιχάλη και να ακολουθήσουν το πολεμικό σχέδιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το σχέδιο του Κολοκοτρώνη ήταν, όπως αναφέρει ο Μέντελσον Μπαρτόλντι στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, «να σχηματισθή ευρύ πολιορκητικόν ημικύκλιον περί την Τρίπολιν, να κυκλωθή δε η πόλις και από των περιβαλλόντων το οροπέδιον βουνών· είτα να συσφιγχθή ολονέν στενότερον η ολεθρία ζώνη περί την πόλιν, μέχρις ου καταστή αναπόφευκτος η καταστροφή».

Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης παρέταξε τους άνδρες του νοτιοδυτικά της πόλης, κοντά στο Βαλτέτσι, πάνω στο όρος Μαίναλο. Κατόρθωσε δε επανειλημμένως να εμψυχώσει τους πολιορκητές, ιδιαίτερα μετά τη δυσκολία που προκάλεσε η απόσπαση του Μουσταφά Πασά από την Ήπειρο και η κάθοδός του στην Πελοπόννησο. Ο Μουσταφά κατευθύνθηκε αρχικά προς την Πάτρα, την άφησε όμως γρήγορα πίσω του, αφού ο Πασάς της Εύβοιας, Γιουσούφ, είχε ήδη τρέψει σε φυγή τους Έλληνες που τους διοικούσαν ο Ανδρέας Λόντος και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και είχε παραδώσει την πόλη στη λεηλασία των στρατιωτών του. Ο Μουσταφά Πασάς προχώρησε κατά μήκος του Κορινθιακού κόλπου, πυρπόλησε το Αίγιο, κατατρόπωσε το πολιορκητικό σώμα που βρισκόταν μπροστά στον Ακροκόρινθο υπό τις διαταγές του Παπαφλέσσα, και μέσω των Δερβενακίων πέρασε προς το Άργος, έλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και εισήλθε στην Τριπολιτσά. Οπως ήταν λογικό, η άφιξη του Μουσταφά καταρράκωσε το ηθικό των πολιορκητών, γεγονός που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί ο Μουσταφά επιχειρώντας αμέσως έξοδο από την Τριπολιτσά προς το Βαλτέτσι.

Η ενέδρα των Ελλήνων στα στενά ορεινά περάσματα των Δερβενακίων
Εκεί όμως βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και περίπου 2.500 άνδρες: 1.000 που βρίσκονταν ήδη στο Βαλτέτσι, 700 που ακολούθησαν τον Κολοκοτρώνη από το αρχηγείο του στο Χρυσοβίτσι και περίπου 800 που διοικούσε ο Πλαπούτας. Άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των τουρκικών στρατευμάτων στις 5.000 και άλλες στις 13.000. Η μάχη του Βαλτετσίου έληξε με τη συντριβή των τουρκικών δυνάμεων στις 13 Μαΐου. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης αναφέρει: «Εκείνος ο πόλεμος εστάθη η ευτυχία της πατρίδος· αν εχαλιώμεθα εκινδυνεύαμε να κάμωμε ορδί πλέον... Δώδεκα-δεκατρείς Μαΐου ήταν. Είκοσι τρεις ώρες εβάσταξε ο πόλεμος». Η νίκη των ελλήνων επαναστατών στο Βαλτέτσι ήταν πολύ σημαντική για το ηθικό τους και ανάγκασε τους Τούρκους που είχαν απομείνει στην Τριπολιτσά να περιοριστούν στην άμυνα, ιδιαίτερα καθ' ότι δύο περαιτέρω απόπειρές τους, στα Βέρβενα και στα Δολιανά, απέβησαν επίσης μάταιες.

Η Τριπολιτσά τελικά έπεσε στις 23 Σεπτεμβρίου, ύστερα από έξι μήνες πολιορκία. Η διχόνοια όμως που ταλάνιζε τις τάξεις των Ελλήνων, ιδιαίτερα μετά την άφιξη του Δημητρίου Υψηλάντη στην Πελοπόννησο στις αρχές Ιουνίου, δεν έμοιαζε να υποχωρεί, όπως μαρτυρούν τα λόγια που φέρεται να είπε ο αιχμάλωτος Κιαμίλ Μπέης, μετά την παράδοση των Τούρκων: «Η Τουρκία, καθώς βλέπω, δεν θα μπορέσει να σας υποτάξει όπως πρώτα, αν είστε ενωμένοι και έχετε ένα κεφάλι. Αλλά μη νομίσετε ότι ενικήσατε την Τουρκία, διότι εκυριεύσατε την Τριπολιτσά. Ολόκληρη η Τουρκία δεν κόβεται, και κοιμισμένη ακόμα, μήτε σε πενήντα χρόνια».

Μετά την πτώση της Τριπολιτσάς, καθώς και των φρουρίων της Μονεμβασιάς και του Νεοκάστρου, ο Κολοκοτρώνης πρότεινε στο πολεμικό συμβούλιο την άμεση πολιορκία της Πάτρας. Οι πρόκριτοι της Αχαΐας όμως, πρωτοστατούντων του Ανδρέα Ζαΐμη και του Παλαιών Πατρών Γερμανού, συνειδητοποίησαν ότι ο Κολοκοτρώνης αποκτούσε ολοένα μεγαλύτερη δύναμη και διεμήνυσαν στον Δημήτριο Υψηλάντη ότι δεν επιθυμούσαν τη βοήθεια του Κολοκοτρώνη αλλά μπορούσαν μόνοι τους να απαλλαγούν από τους Τούρκους της Πάτρας. Επειτα από πολλές αμφιταλαντεύσεις και διαφωνίες ανετέθη τελικά στον Κολοκοτρώνη η πολιορκία της Πάτρας, δίχως όμως ουσιαστική βοήθεια. Ο Κολοκοτρώνης, με μόλις 600 άνδρες και πικραμένος από τις συνωμοσίες που γνώριζε ότι υπήρχαν, παραιτήθηκε από την πολιορκία στις 23 Ιουνίου 1922. Τότε ήταν όμως που φάνηκε ο πραγματικά μεγάλος κίνδυνος για τη νεαρή επανάσταση των Ελλήνων.

Η στρατιά του Πασά της Δράμας Μαχμούτ, του επονομαζόμενου Δράμαλη, συγκεντρώθηκε και προετοιμάστηκε στην Ηπειρο, μετά την ήττα του εξεγερμένου Αλή Πασά. Ο νικητής Χουρσίτ Πασάς, που είχε καταπνίξει την εξέγερση, είχε πέσει στη δυσμένεια του Σουλτάνου και έτσι σερασκέρης (δηλαδή αρχιστράτηγος) ανακηρύχθηκε ο Δράμαλης. Ο Μέντελσον Μπαρτόλντι και πάλι περιγράφει το πλήθος της στρατιάς: «Είκοσι τέσσαρες χιλιάδες πεζοί, εξακισχίλιοι ιππείς και ισχυρόν πυροβολικόν απετέλουν αυτήν· από του έτους δε 1715, ότε ο Αλή Κουμουρτζής διέβη τον Σπερχειόν, απερχόμενος όπως ανακτήση Μωρέαν από τους Ενετούς, ουδέποτε είχεν ίδει η Ελλάς τοιαύτην στρατιωτικήν πομπήν...».

Χωρίς αντίσταση η στρατιά του Δράμαλη έφτασε στη Βοιωτία, λεηλάτησε την πεδιάδα της Κωπαΐδας, έκαψε τη Θήβα και επέβαλε φρικτά αντίποινα στην Αττική. Καθώς ο Δράμαλης προήλαυνε προς τον Ισθμό, αντιλήφθηκε ότι οι Ελληνες είχαν εγκαταλείψει αμαχητί τα στενά των Γερανείων και φαίνεται ότι η αλαζονεία του, η οποία ήδη ήταν μεγάλη λόγω του διορισμού του, εντάθηκε ακόμη πιο πολύ. Οταν μάλιστα βρήκε εγκαταλειμμένο και το φρούριο του Ακροκόρινθου, πίστεψε, καθώς φαίνεται, πως κάθε αντίσταση είχε εκλείψει και ότι ο ίδιος ήταν πλέον ο αδιαμφισβήτητος νικητής της Πελοποννήσου και ο καταστολέας της επανάστασης των Ελλήνων.

Στην Κόρινθο ο Δράμαλης συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο, κατά το οποίο πολλοί αξιωματούχοι με επικεφαλής τον Γιουσούφ Πασά συμβούλευσαν τον Δράμαλη να χρησιμοποιήσει την Κόρινθο ως βάση και ορμητήριο και να χτίσει εκεί αποθήκες για πολεμοφόδια. Με τη βοήθεια μάλιστα του τουρκικού στόλου στον Κορινθιακό και στον Σαρωνικό κόλπο, η Πελοπόννησος θα αποκλειόταν εντελώς, αφήνοντας εκτεθειμένους τους επαναστάτες της Στερεάς. Τότε, με την Κόρινθο ως ασφαλή έδρα, ο Δράμαλης θα μπορούσε να αποστείλει εκστρατευτικά σώματα για να καταλάβουν την Τριπολιτσά και, εν τέλει, τη Μάνη.

Ο Δράμαλης όμως, καθώς είχε φτάσει ως την Κόρινθο δίχως αντίσταση, ήταν πια πεπεισμένος για την πολεμική ανικανότητα των αντιπάλων του. Μολονότι λοιπόν ελάχιστα γνώριζε τη μορφολογία της Πελοποννήσου, δεν άκουσε τη συμβουλή των αξιωματούχων του και διέταξε σχεδόν αμέσως να προελάσει σύσσωμη η στρατιά προς το Ναύπλιο, να ανεφοδιαστεί εκεί από τον τουρκικό στόλο και τότε να επιτεθεί στην Τριπολιτσά.

d4_120

Ο συντομότερος δρόμος για το Ναύπλιο ήταν μέσω των στενών περασμάτων των Δερβενακίων. Οι Έλληνες ωστόσο δεν προέβλεψαν να υπερασπιστούν τα περάσματα, τυφλωμένοι καθώς ήταν από τον όγκο της εκστρατείας του Δράμαλη. Έτσι ο τούρκος αρχιστράτηγος πέρασε τα στενά χωρίς μάχη και έφτασε στο Άργος. Τόσο ικανοποιημένος ήταν μάλιστα από την πορεία του ως εκείνο το σημείο, ώστε εγκατέλειψε τα Δερβενάκια και τα χωριά που δέσποζαν στις πλαγιές τους δίχως φρουρά, αφήνοντας έτσι εκτεθειμένη τη γραμμή υποχώρησής του. Η εμπροσθοφυλακή της τουρκικής στρατιάς, υπό τον Πασά του Άργους, έφτασε στο Ναύπλιο, το οποίο ήδη διαπραγματευόταν την παράδοσή του στους Έλληνες, και αποπειράθηκε να το ανεφοδιάσει, λίγα όμως μπορούσε να κάνει, καθώς το κύριο σώμα της στρατιάς είχε ήδη αρχίσει να μην έχει αρκετά εφόδια: ο Δράμαλης είχε υπερτιμήσει την πειθαρχία του τουρκικού στόλου, ο οποίος αγνόησε τις διαταγές και αντί να καταπλεύσει στο Ναύπλιο περιέπλευσε τον Αργολικό κόλπο και κατευθύνθηκε προς την Πάτρα. Η στρατιά του Δράμαλη βρέθηκε στρατοπεδευμένη κοντά στο Άργος, περικυκλωμένη από βουνά, με τα εφόδια να λιγοστεύουν. Φαίνεται μάλιστα ότι εκείνο το καλοκαίρι του 1822 ήταν ιδιαίτερα θερμό, ώστε είχαν καταστραφεί τα σιτηρά και πολύ σύντομα τα άλογα του τουρκικού ιππικού δεν έβρισκαν ούτε τροφή ούτε νερό.

Εν τω μεταξύ ο Υψηλάντης και περίπου 700 άνδρες έσπευσαν να ενισχύσουν το οχυρό φρούριο του Άργους, Λάρισα, το οποίο ως τότε υπερασπιζόταν με λίγους άνδρες ο μανιάτης οπλαρχηγός Καραγιάννης. Ήταν προφανές ότι με την αύξηση των υπερασπιστών τα εφόδια θα τελείωναν γρηγορότερα και συνεπώς η Λάρισα θα υποτασσόταν στον Δράμαλη. Ο Δράμαλης από την άλλη γνώριζε ότι δεν ήταν δυνατόν να στραφεί προς την Τριπολιτσά δίχως να καταλάβει τη Λάρισα και έτσι οι Έλληνες πέτυχαν τον στόχο τους, δηλαδή να κρατήσουν την τουρκική στρατιά κοντά στο Άργος.

Όσο ο τουρκικός στρατός πολιορκούσε τη Λάρισα του Άργους ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αγωνιζόταν να συγκεντρώσει αρκετούς άνδρες. Πολλοί έχουν επιτημήσει τον Γέρο του Μοριά για τις μεθόδους που χρησιμοποίησε σε αυτή του την προσπάθεια, οι οποίες φαίνεται ότι ήταν πράγματι σκληρές αλλά απαραίτητες. Στα τέλη Ιουλίου ξεκίνησε ο Κολοκοτρώνης από την Τριπολιτσά διακηρύσσοντας ότι όποιος ικανός να φέρει όπλα βρισκόταν στην πόλη ύστερα από δύο ώρες θα τουφεκιζόταν αμέσως. Ο Κολοκοτρώνης κατέλαβε τα στενά περάσματα που οδηγούν προς την Κόρινθο, οι δε έγκλειστοι στη Λάρισα κατόρθωσαν, λίγες ημέρες αργότερα, να εγκαταλείψουν το φρούριο, καθ' ότι ο σκοπός τους είχε επιτευχθεί. Η κύρια δύναμη των Ελλήνων είχε καταφύγει στους Μύλους, στα δυτικά της πόλης του Άργους.

Συνέχεια...


 
Copyright MANI.ORG.gr
Web Site Development & Hosting by iSOL.gr