Γεώργιος Μαυρομιχάλης, (Μάνη, 1799 - Ναύπλιο, 1831)
Τριτότοκος γιος του Πετρόμπεη, οπλαρχηγός του Εικοσιένα, που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818. Μετά την ανάδειξη του πατέρα του σε μπέη της Μάνης (1815), ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως εγγυητής της πατρικής πίστης προς το σουλτάνο. Διέμεινε τότε στο Πατριαρχείο, όπου μορφώθηκε έχοντας και την υποστήριξη του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’. Ο τελευταίος μάλιστα ύστερα από την έκρηξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία (Φεβρ. 1821) και τους πρώτους διωγμούς εναντίον των Ελλήνων στην Πόλη, τον βοήθησε να δραπετεύσει με Ιονικό πλοίο και να επιστρέψει στη Μάνη στις 12 Μαρτίου 1821. Η άφιξη του Μαυρομιχάλη στη Μάνη και οι ενθουσιώδεις επαναστατικές του ιδέες έγιναν γνωστές στις τουρκικές αρχές και κατέστησαν ύποπτο τον πατέρα του στην τοπική οθωμανική διοίκηση.
Αμέσως μετά και για τον ίδιο σκοπό κινήθηκε στην Ύδρα και στις Σπέτσες, απ’ όπου και επιβιβάστηκε σε σπετσιώτικο πλοίο για να βρεθεί στη Μονεμβασιά, που πολιορκείτο από τους Μανιάτες.
Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς (Σεπτ. 1821), του ανατέθηκε η φρούρηση των χαρεμιών του Χουρσίτ και διατήρησε τη θέση αυτή ως τον Απρίλιο του επόμενου χρόνου, που έγινε η εξαγορά τους από τους Τούρκους.
Κατά την εκστρατεία του Δράμαλη στην Πελοπόννησο αγωνίστηκε επικεφαλής συμπατριωτών του στον αργολικό κάμπο και με επιτυχία κράτησε τις ελληνικές θέσεις στην Κλένια και στον Άγιο Βασίλειο, κατά την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων του Δράμαλη προς την Κόρινθο.
Τον Οκτώβριο του 1822, ο Μαυρομιχάλης, με εντολή της κυβέρνησης. ανέλαβε μαζί με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό διπλωματική αποστολή στη Βερόνα της Ιταλίας, όπου συνεδρίαζαν οι ηγεμόνες της Ευρώπης, για να εξασφαλίσει την ευμενή στάση τους και ιδιαίτερα του Πάπα απέναντι στον ελληνικό επαναστατικό αγώνα.. Η μετάβαση όμως των Ελλήνων εκπροσώπων από την Αγκώνα στη Ρώμη απαγορεύτηκε και ο Μαυρομιχάλης αναγκάστηκε ύστερα από ένα διάστημα να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Ιδιαίτερα αξιόλογη ήταν η συμμετοχή του Μαυρομιχάλη στην αντιμετώπιση της εισβολής του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (1825 - 26). Όπως και ο αδελφός του Ιωάννης Μαυρομιχάλης έσπευσε αμέσως να ενισχύσει την υπεράσπιση του Νεόκαστρου. Κατά την παράδοση όμως του φρουρίου στους Τουρκοαιγύπτιους κρατήθηκε μαζί με τον Παναγιώτη Γιατράκο, ως όμηρος (Μάιος 1825). Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ανταλλάχθηκε, ύστερα από μεσολάβηση του Χάμιλτον, με τους αιχμαλώτους πασάδες Σελήμ και Αλή, που βρισκόντουσαν κρατούμενοι στο Ναύπλιο.
Με περισσότερο ζήλο συνέχισε το 1826 τον αγώνα του εναντίον του Αιγυπτίου στρατηγού και σημαντικά συντέλεσε στις νίκες των Μανιατών στη Βέργα (Ιούνιος) και στο Πολυ(τσ)άραβο, οι οποίες ουσιαστικά ανάγκασαν τον Ιμπραήμ να παραδεχτεί την αδυναμία του να γίνει κύριος της Μάνης.
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης ήταν ο αρχηγός των Μανιάτικων στρατευμάτων που νικηφόρα αντιμετώπισαν τα εκπαιδευμένα στρατεύματα του Ιμπραήμ, στην ιστορική μάχη της Βέργας 22-24 Ιουνίου 1826. Είναι αυτός που στις απειλές του Ιμπραήμ, ότι αν οι Μανιάτες δεν παραδοθούν αμαχητί, θα περάσει όλη τη Μάνη από το σπαθί του και δεν θ’ αφήσει «μήτε ίχνος οσπιτίου...» απαντά σαν νέος Λεωνίδας με την ιστορική φράση:
«...Σε περιμένομε με όσας διαθέτεις δυνάμεις... Οι κάτοικοι της Μάνης γράφομε και σε περιμένομε...»
ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ - Αρχηγός Σπαρτιατών
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά τα Ελληνικά και κατά κυριολεξία μόνο τα Μανιάτικα άρματα, ταπείνωσαν τον Ιμπραήμ τόσο πολύ, όσο ακριβώς ύψωσαν τη φήμη, το γόητρο και την Δόξα της Μάνης. Και μάλιστα, η ταπείνωση για τον Τουρκοαιγύπτιο σατράπη είναι ακόμα μεγαλύτερη, γιατί παράλληλα στη μάχη του Διρού νικήθηκε από άοπλες γυναίκες, ενώ η συντριβή του ήλθε οριστικά με τη μάχη του Πολυαράβου. Χωρίς τις νίκες αυτές των Μανιάτικων αρμάτων, είναι απόλυτα βεβαιωμένο ότι δεν θα είχαμε το Ναβαρίνο, γιατί απλούστατα, η Επανάσταση θα είχε σβήσει.
Τον Απρίλιο του 1827, ο Μαυρομιχάλης ορίστηκε από την Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας μέλος της τριμελούς Κυβερνητικής Επιτροπής, που άσκησε τη διακυβέρνηση της χώρας ως την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια. Λίγους μήνες μετά την άφιξη του κυβερνήτη, εκδηλώθηκαν οι αντιθέσεις των Μαυρομιχαλαίων με τον κυβερνήτη πήρανε ένταση και οξύτητα, ιδιαίτερα μετά την κατηγορία, τους διωγμούς και τη φυλάκιση του Πετρόμπεη. Γι’ αυτό και αποφασίστηκε ο φόνος του, που πραγματοποιήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, με εκτελεστές τον ίδιο και το θείο του Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη.
Μετά το φόνο και ενώ ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, τραυματισμένος και καταδιωκόμενος από το πλήθος, ξεψυχούσε με μια σφαίρα του στρατηγού Φωτομάρα, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στη Γαλλική πρεσβεία και ζήτησε άσυλο. Όμως σύντομα παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές, όπου δικάστηκε από ειδικό στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο για το φόνο του Καποδίστρια και εκτελέστηκε σε ηλικία 32 χρονών, στις 9 Οκτωβρίου 1831, στο φρούριο του Ίτς - Καλέ στο Ναύπλιο, στο φρούριο που ήταν φυλακισμένος ο πατέρας του Πετρόμπεης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μέντελσον Μπαρτόλντυ, όχι μονάχα αντιμετώπισε το θάνατο με γενναιότητα, αλλά και ο ίδιος έδωσε το παράγγελμα του πυρός, αφού προηγούμενα είπε στους παριστάμενους την Ιστορική φράση: «Αδέρφια, ομόνοια και αγάπη...».