Ασβεστοκονίαμα
του Αργύρη Πετρονώτη, Δρ. Μηχ. Αρχιτέκτονα
Παλιά δεν χτίζανε μ' ασβέστη, κι όχι μόνο στα πρωτόγονα «μεγαλιθικά» κτίσματα, αλλά και σ' αυτούς τους πρώτους πύργους σηκώσανε τους τοίχους χωρίς χρήση κονιάματος. Οι «λονταδες» (=τ’ αρχοντικά σπίτια) όμως, και οι πύργοι, κι αργότερα τα πυργόσπιτα, για να αντέχουν στα κανόνια, ήταν ανάγκη να χτίζονται «χωρυκωτά». Καθώς όμως δεν υπήρχαν ξύλα στον τόπο για ασβεστοκάμινα, το «χωρύκι» (δηλ. ο ασβέστης) έπρεπε να μεταφερθεί από έξω, και ήταν σπουδαίο είδος εισαγωγής. Ιδιαίτερα στο Νικλιάνικο, τον ασβέστη έφερναν από την απέναντι Πυλία και από τα νησιά Σκίζα και Σαπιέντζα, όπου κάθε χρόνο τη Μεγάλη Σαρακοστή, ή μετά τα’ αλώνισμα το καλοκαίρι, πήγαιναν εκεί συντροφιές 7-8 άντρες, έκαιγαν ένα καμίνι και κουβάλαγαν με καΐκια, που ήσαν ιδιοκτησία ανθρώπων από το Κατωπάγγι, 200-300 κοντάρια ασβέστη.
Τα κουφώματα σε παλιά εποχή ήσαν λιγοστά, (ιδιαίτερα πριν την Παλιγγενεσία, και ίσως ανύπαρκτα πριν την εποχή του Διαφωτισμού). Οι πόρτες ήταν μικρές και για να μπεις έσκυβες, και τα παράθυρα μικρά και ψευτοτοξοτά. Τα «τόξα» τους, σχεδόν πάντοτε από δυο πέτρες, (καμαρολίθια) που τις σηκώνανε δυο ειδικευμένοι και τις στήνατε απ’ ευθείας στη θέση τους χωρίς καλούπι, (αφού πριν είχανε σχεδιάσει κάτω το παράθυρο, κι εκεί είχαν πελεκήσει τα δυο καμαρολίθια του).
Τα χτίσματα στη Μάνη, κι’ όχι μόνο τα σπίτια αλλά και οι εκκλησίες, εσκεπάζονταν όχι με κεραμίδια, αλλά με λεπτές σχιστολιθικές πλάκες, τις λεγόμενες «τίκλες». Έτσι το κεραμίδι και το «χωρύκι» ήταν τόσο σπάνια εκεί και πολύτιμα, όσο το «χρυσό ψηφάρι» και το μαργαριτάρι που τα φέρνουν απ' την Πόλη και τη Βενετιά, κατάλληλα κι άξια να μπουν μόνο σε «πύργο γυάλινο»:
«Και κάνουν σιδερόκαστρο απάνω σε Τηγάνι
το μάρμαρο απ' τη Φραγκιά φέρνουν και το χωρύκι
κι’ από την Πόλη το χρυσό ψυφί και κεραμίδι
χτίνουν το θεμελιώνουν το και μπαίνουν όλοι μέσα
φτιάνουν και πύργο γυάλινο...»