Από δημοσίευμα του Ιατρού
Θάνου Δασκαλάκη, στην εφημερίδα «Ο
Φάρος της Λακωνίας», αρ.φ. 461/25.02.83
Ο Απόστολος Δασκαλάκης, εκ
πατρός λευΐτου, γεννήθηκε στο Νιοχώρι,
πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στον
Αγερανό και τα μαθητικά του χρόνια στο
Γύθειο. Ήταν γόνος παλαιοτάτης
οικογένειας από το Πύρριχο, η οποία
έδωσε δασκάλους, αξιωματούχους και
ιερείς, καθώς και απόγονους του σεμνού
οπλαρχηγού αφοσιωμένου στην
Επανάσταση του 1821 καταστάντος αναπήρου
και τιμηθέντος δια τούτο Λεοντίου,
έδειξε από πολύ νωρίς ότι είχε την
δωρεά του πνεύματος.
Το 1920 ενεγράφη στη Νομική
Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Συγχρόνως προς τις Νομικές Σπουδές
ασχολήθηκε με ιστορικές μελέτες και
ιστοριοδιφικές αναζητήσεις. Αμέσως
μετά την αποφοίτηση του από το
Πανεπιστήμιο, όπου έλαβε τα διπλώματα
φιλολογίας και πολιτικών επιστημών, σε
νεαρή ηλικία εκδίδει την περίφημη
μελέτη του, πρώτη στο είδος της, «Η Μάνη
και η Οθωμανική Αυτοκρατορία». Το 1926
γράφεται στη Σχολή Γραμμάτων της
Σορβόννης, από όπου λαμβάνει δίπλωμα
Ανωτάτων Σπουδών Ιστορίας και
Γεωγραφίας. Το 1937 ανακηρύχθηκε
διδάκτωρ των Γραμμάτων του
Πανεπιστήμιου Παρισίων λαμβάνοντας το
ανώτατο κρατικό διδακτορικό δίπλωμα.
Συγχρόνως ήταν τακτικό μέλος της
Ενώσεως Συντακτών από το 1924.
Ανταποκριτής στο εξωτερικό Αθηναϊκών
και Ελληνοαμερικανικών εφημερίδων και
με την ιδιότητά του αυτήν μετείχε στις
εργασίες της Κοινωνίας των Εθνών στη
Γενεύη. Αναδείχθηκε ένας από τους
επίλεκτους Έλληνες δημοσιογράφους και
έγραψε στα Γαλλικά την Ιστορία του
Ελληνικού Τύπου. Το 1939 εκλέχθηκε από τη
Φιλολογική Σχολή του Πανεπιστημίου
Αθηνών τακτικός καθηγητής της Ιστορίας
Μέσων και Νεωτέρων χρόνων και στη
συνέχεια και της Νεότερης Ελληνικής
Ιστορίας. Δίδαξε επίσης για σειρά ετών
και Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος.
Εξελέγη δυο φορές (1948 —1949 και1960 — 61)
κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνών και χρημάτισε
Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά
τα έτη 1953 — 54. Από το 1939 — 1956 χρημάτισε
καθηγητής της Σχολής Ευελπίδων και
κατά διαστήματα δίδαξε και στις
Ανώτατες Σχολές Στρατού, Ναυτικού και
Σωμάτων Ασφαλείας. Το έτος 1942 θεωρήθηκε
από τις αρχές κατοχής ως υποκινητής
φοιτητικών εκδηλώσεων, συνελήφθη και
φυλακίσθηκε από τους Γερμανούς.
Δραπέτευσε στη Μέση Ανατολή,
τέθηκε στη διάθεση της Ελεύθερης
Ελληνικής Κυβέρνησης στο Κάιρο και
ανέλαβε τις υπηρεσίες του Υπουργείου
Παιδείας με καθήκοντα Υπουργού,
ιδρύοντας στην Αίγυπτο και τη
Παλαιστίνη, Ελληνικά Σχολεία.
Συγχρόνως χρημάτισε σύμβουλος του
Πρωθυπουργού επί των Εθνολογικών
θεμάτων. Για 20 χρόνια είχε θέση
επιτίμου μορφωτικού συμβούλου στο
Υπουργείο Εξωτερικών. Μετείχε το 1945
στην Ελληνική αντιπροσωπεία στην
διάσκεψη του Αγίου Φραγκίσκου για την
ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.).
Το 1946 στη διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι
σε πολλές διασκέψεις της ΟΥΝΕΣΚΟ της
ελληνικής επιτροπής της οποίας
διατέλεσε πρόεδρος.
Από το 1952 — 72 χρημάτισε
μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στο
Ανώτατο Μορφωτικό Συμβούλιο της
Ευρώπης και διετέλεσε και πρόεδρος
αυτού. Μετείχε επίσης σε πολλά ανά το
κόσμο ιστορικά και αλλά επιστημονικά
συνέδρια με σημαντικές επιστημονικές
ανακοινώσεις. Ιδρυτής και πρώτος
πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας
Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ως
μία των προσκαλουμένων πέντε
μεγαλυτέρων πνευματικών
προσωπικοτήτων της Ευρώπης μετείχε σε
έξι παγκόσμια συνέδρια της Οργάνωσης
Πολιτικής και Πνευματικής Συνεργασίας
των ελευθέρων λαών στα τα όποια
χρημάτισε ως εισηγητής σε θέματα
Μεσογείου. Κανείς άλλος Έλληνας μέχρι
σήμερα δεν έχει μιλήσει σε τόσα ανά τον
κόσμο Πανεπιστήμια.
Πραγματοποίησε κολοσσιαία
συγγραφική παραγωγή εκδίδοντας 20
Ιστορικού περιεχομένου ογκώδη
συγγράμματα και βιβλία και δημοσίευσε
περίπου διακόσιες Ιστορικές μελέτες σε
ξένα και ελληνικά περιοδικά ή και
αυτοτελή. Συγχρόνως δημοσίευσε από
στον Ελληνικό Τύπο άρθρα και μελέτες
επί ιστορικών, κοινωνικών και άλλων
εθνικών θεμάτων. Υπήρξε συνεργάτης της
Ελληνικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης
όπου με εβδομαδιαίες εκπομπές ανέπτυξε
θέματα όλων των περιόδων της Ελληνικής
Ιστορίας. Υπήρξε καθηγητής της
ευρωπαϊκής Ιστορίας στη Σχολή
Δημοσιογραφίας και Δημοσίου Βίου το 1960
— 1970. Τιμήθηκε με τους Ανώτερους
Ταξιάρχες Φοίνικος του Γεωργίου Α', τον
Μεγαλόσταυρο της Αιθιοπίας, τους
Ανώτερους Ταξιάρχες Γερμανίας, Ιταλίας,
Ολλανδίας, Βελγίου, Γιουγκοσλαβίας,
Αιγύπτου και με τα παράσημα του Αγίου
Μάρκου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας,
Πέτρου και Παύλου Πατριαρχείου
Αντιοχείας και με τα μετάλλια Αγώνος 1930
— 1941, Εθνικής Αντιστάσεως, Πολέμου
Μέσης Ανατολής και Δημοσιογραφίας.
Απεβίωσε στην Αθήνα στις 1
Δεκεμβρίου 1982 και η νεκρώσιμος
ακολουθία εψάλη στο Μητροπολιτικό Ναό
Αθηνών, χοροστατήσαντος του εκ Γυθείου
καταγομένου Μητροπολίτου Προκοπίου,
ενώ στη συνέχεια η σορός μεταφέρθηκε
στο Γύθειο, όπου και ενταφιάστηκε.