Αρχική Ιστορία Δήμοι - Χωριά Ήθη - Έθιμα Μοιρολόγια Ποίηση Απόδημοι Αρχιτεκτονική
Εκκλησίες Κάστρα Ταΰγετος Χλωρίδα Πανίδα Σπήλαια Προϊόντα Άρωμα Μάνης
Δημιουργοί Απόψεις Εκδρομές Σύλλογοι Σύνδεσμοι Wallpaper Περιεχόμενα Βιβλιογραφία

 

Προηγούμενη

 

Επικοινωνία

του Γιώργου Π. Δημακόγιαννη

Χώμα και πέτρες
Κάποτε λέει, ο Θεός έφτιαχνε τον κόσμο, την κάθε περιοχή χωριστά. Με ένα τεράστιο, Θεϊκό κόσκινο εκοσκίνιζε το χώμα και τις πέτρες και τα μοίραζε αναλογικά. Μ' αυτό το κόσκινο, λέει η «ιστορία» μας, στάθηκε και πάνω από τη Λακωνία και τη Μεσσηνία και σ' αυτές άφηνε το χώμα ενώ στη Μάνη... έριξε όλες τις πέτρες! (Μια... εξήγηση για τη γεωφυσική εικόνα της Μάνης, της «πικρής, δοκιμασμένης και αγέρωχης πέτρας»).

Τα παιδιά... του διαβόλου
Ο συγχωρεμένος Δήμαρχος Αθηναίων, Αντ. Τρίτσης, γνήσιος Κεφαλλονίτης μνημόνευε συχνά την ακόλουθη... «παρόλα» (διήγηση):
- Ο διάβολος έλεγε είχε... δύο παιδιά - το ένα το έριξε στην Κρήτη και το άλλο στη Μάνη! Ο ίδιος όμως (ο διάβολος) ήταν από την Κεφαλλονιά!
(Ήθελε να τονίσει έτσι το δαιμόνιο αλλά και την εξυπνάδα και των τριών ανθρώπινων τύπων: του Κρητικού. του Κεφαλλονίτη και του Μανιάτη... Πάντως -επί της ουσίας- νομίζω πως μόνο από τη Μάνη δεν κατάγεται κανείς Άγιος, γνωστός ή μη!).

Γουρούνι, καμήλα και σκαντζόχοιρος
«Κατέβαινε» ο Μιχάλης στη Μάνη από την Αθήνα, στο χωριό του μετά δεκαετία, έχοντας στο μεταξύ νυμφευτεί και αποκτήσει και τον 4χρονο πια Γιωργάκη. Ήταν μια εποχή που τα προσηλιακά χωριά (απ' όπου κατάγετο) είχαν ως «σήμα κατατεθέν» τα περιφερόμενα γ(ου)ρούνια! Μάλιστα τα συμπαθή τετράποδα έκαναν και δωρεάν ανασκαφή και όργωμα σε χωράφια και χαντάκια των δρόμων! Όταν με το Ι.Χ. του έφτασε από την Αθήνα στο χωριό νάσου φάνηκε μια τεράστια χιουρομάνα (γουρούνα) και ο μικρός Γιωργάκης:
- Μπαμπά, μαμά δείτε από εδώ, ένας τεράστιος..κουμπαράς!
(Προφανώς ο μικρός δεν είχε ξαναδεί ζωντανό γουρούνι, παρά μόνο σε μορφή μικρού άψυχου κουμπαρά και εκδήλωσε έτσι όλη την αθηναϊκή του φυσικότητα). Από τότε ο Μιχάλης έφτανε τακτικότερα στη Μάνη...

Η καμήλα και ο λαγός
Το επόμενο ακούγεται στο Νύφι, προσηλιακά (και το αναφέρει και ο Κ. Κάσσης στο σχετικό βιβλίο του). Κάποιος Μανιάτης λέει έλαβε ως πληρωμή από έναν πλούσιο Άραβα μια καμήλα. Μάλιστα τον έφερε ο ίδιος με καράβι και τον άφησε με το ζώο στην παραλία.

Το νέο διαδόθηκε γρήγορα στο χωριό ότι έφτασε ο συγχωριανός τους μαζί με ένα ζώο που δεν είχε κανείς ματαϊδεί! Τρέξανε όλοι στο κυμοθάλασσο και περιεργαζόντουσαν το ταλαιπωρημένο ζώο που δεν έλεγε να κουνηθεί - ρωτούσαν τον ιδιοκτήτη του, τι ζώο είναι, πως λέγεται κ-λπ. Έλα όμως που εκείνος είχε ξεχάσει το όνομά του! Τι κάνουν λοιπόν... Μια και δυο, τρέχουν στο σοφό μπάρμπα - Λία (Ηλία), το συγχωριανό τους που «τα κατέχει όλα», τον παρακινούν να κατέβει κι αυτός στο γιαλό για να τους πει το όνομα του ζώου.

Πράγματι, έφτασε κοντά κι εκείνος και βλέποντας την καμήλα δεν ήξερε βέβαια, το όνομα της αφού όπως όλοι δεν είχε ξαναδεί! Έλα όμως που δεν ήθελε να χάσει και το κύρος του ως «σοφός του χωριού»! Χωρίς να δείξει διόλου τον προβληματισμό, λοιπόν με έκδηλη μόνο αυτοπεποίθηση, είπε στους αδημονούντες συγχωριανούς του:
- Ελάτε μωρέ που δεν ξέρετε τι ζώ(ο) είναι... Είναι... εκατό χρόνου λαγός! Είπε κι όλοι ησύχασαν...

Η χελώνα
Μια νύχτα, αργά, μια φοβιτσιάρα ξενομερίτισσα γιαγιά που είχε παντρευτεί Μανιάτη έφυγε από τους γείτονές της στο χωριό της Μάνης και γύριζε στο σπίτι της. Σε λίγο οι φωνές της ξεσήκωσαν τη γειτονιά. Βγαίνουν έξω όλοι και βλέπουν τη γιαγιά να φωνάζει έντρομη έξω από την πόρτα του σπιτιού της:
- Ω, ω τι είναι τούτο στην πόρτα μου, μια... χελώνα μ' ασπαλαθρούς! Έσκουζε κι έτρεμε σύγκορμη. Όταν έφτασαν κοντά οι γείτονές της διεπίστωσαν ότι απλά είχε βρεθεί στην πόρτα της ένας... σκαντζόχοιρος!

Μαντινάδες...στη Μάνη
Ο κρητικός (στη καταγωγή) μανιατόγαμπρος βρέθηκε αμέσως μετά τις περασμένες δημοτικές εκλογές στο γυναικοχώρι του, σε κάποιον από τους πέντε δήμους της Μάνης. Ξέροντας ότι είναι άσσος στις μαντινάδες, η παρέα του στο καφενείο τον τσίγκλησε (=προκάλεσε) να κρίνει τα αποτελέσματα των εκλογών και το νέο Δήμαρχο της περιοχής. Ο ίδιος που φαίνεται συμπαθούσε τους... ηττημένους, σηκώθηκε πάνω, άπλωσε τα χέρια δείχνοντας την ελαιόφυτη γύρω περιοχή και με άψογη ηθοποιία αναφώνησε:
Ελιές και λάδι του χωριού
φορτώνουσι παπόρι (=καράβι)
ότι σκατά είναι ο δήμαρχος
είστε κι οι ψηφοφόροι!

Ο όρκος
«Στη ζωή των παιδιών(ε)», ορκιζόταν συχνά ένας χωριανός και παρ' όλα αυτά οι συγχωριανοί του διαπιστώνανε εκ των υστέρων, πως τους κορόιδευε ή τους έλεγε ψέματα! Κάποιος απ' αυτούς μπήκε όμως στο νόημα κι όταν ο άλλος ...ξαναορκίστηκε «στη ζωή των παιδιών(ε)», εκείνος του όρμησε:
- Ποιών παιδιών(ε) βρε παλιάνθρωπε, των δικών σου ή των δικών μας;

…Πολιτικάντικα
«Εγεννήθη άρρεν, κρατήσατε θέση», έλεγε το τηλεγράφημα που έλαβε από ...άνθρωπο του στη Μάνη, ο πολιτικός μας! Εμειδίασε αρκούντως κι αυτός κι όσοι άκουσαν απ' τα χείλη του - καθότι η σπουδή του τοπικού κομματάρχη ξεπέρασε κάθε όριο (αφού ήθελε να κρατηθεί «θέση στο κράτος» για το νεογέννητο τέκνο προσφιλούς ψηφοφόρου)!

Στην εποχή μας το ρουσφέτι φαίνεται να τελειώνει οριστικά, άλλοτε όμως έκρινε αποκλειστικά τη σχέση ψηφοφόρου-πολιτικού (ή σωστότερα... πολιτικάντη) και δημιουργούσε ακατάλυτες εξαρτήσεις (κάποιοι μάλιστα παλαιότεροι δεν λένε να τις ξεπεράσουν!). Κι αυτό διήρκεσε από της συστάσεως του Ελλαδικού κράτους ως τις μέρες μας (δυστυχώς)!

Χίλιες αιτίες
«Φτώχια και του... γονέου» στο σπίτι κι ο άντρας ρωτά τη γυναίκα του:
- Μωρή γριά γιατί δεν εζύμωσες σήμερα;
Κι εκείνη που το πικρό χιούμορ δεν της έλειπε ούτε αυτές τις ώρες:
- Για χίλιες αιτίες, γέρο μου.
- Και δε μου λέεις μία;
- Να... δεν είχα αλεύρι!
(Να σημειώσουμε ότι «γέρος» και «γριά» απεκαλούντο μεταξύ τους το αντρόγυνο... από την αρχή του γάμου τους κι αυτό ήταν συνηθισμένο στη Μάνη - κάποτε άλλοτε θα πω περισσότερα γιατί νομίζω ότι έχει ιδιαίτερο νόημα και βάθος).

Σατιρο-μοιρολόγια
Δύο έξοχα σατιρο-μοιρολόγια σας παρουσιάζουμε κλείνοντας, από το βιβλίο «Μοιρολόγια της Μάνης» (εκδ. Επικαιρότητα) της Συμπατριώτισσάς μας Βούλας Δαμιανάκου.

Το πρώτο έχει τίτλο «Μία γριά, πολύ γριά»!
Μια γριά, πολύ γριά
πλάι στη φωτογωνιά,
στο στρώμα χουχουλιότανε
κι όλο χολογιότανε.
Κι εκεί που περιμένανε
οι κληρονόμοι στη σειρά
τα μάτια να της κλείσουνε,
η γριά ανακλαδίστηκε
δίνει έναν κλώτσο της φωτιάς,
μια μούτζα της σιδεροστιάς,
και παν τα μαγερέματα.
- Φάτε λύκοι τα παστά
κι αλεπούδες τραχανά,
κι εγώ θα πάου να παντρευτού,
να καλονοικοκυρευτού.

Το δεύτερο ακούγεται και αναφέρεται σε χωριά της προσηλιακής (Ανατολικής) Μέσα Μάνης.

Με φάσι και μελιώσασι
τέσσεροι νέοι του Νηφιού
και τρεις στα Κορακιάνικα.
Ο Πέτρος με τον Παναγή
κι εσύ Ληγόρη μαθητή
πέστε πως δεν παντρεύεστε
και δεν αρρεβωνιάζεστε
για ν' αρρεβωνιαστού εγώ
της γριάς Παντέλενας το γιο
το βόιδι το καματερό
όπου δεν το 'καμε ο Θεός
να τρώει χόρτα και σανό
παρά τον έκαμε άνθρωπο
όπου τρομάρα να τουρθεί
και δεν ηξέρει να ζουστεί
τα παντελόνια που φορεί.


Ανέκδοτα Α' ] Ανέκδοτα Β' ] [ Ανέκδοτα Γ' ] Ανέκδοτα Δ' ] Ανέκδοτα Ε' ] Ανέκδοτα ΣΤ' ] Ανέκδοτα Ζ' ] Διδακτικές Ιστορίες Α' ] Διδακτικές Ιστορίες Β' ] Τα Κεσέμια ] Ο Γιατρός ] Ανέκδοτα Εξωχωρίου ]