Γυναίκες στη δημόσια ζωή ή στην ιστορία;

Σε σκέψεις μας έβαλε πρόσφατα το συγκριτικά χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των Ελληνίδων στο δημόσιο και πολιτικό βίο, που αποκάλυψε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

Σε σκέψεις με έβαλε και η πρόσφατη επέτειος της ιστορικής μάχης του Δυρού και τα περί αυτής γραφόμενα και λεγόμενα. Τον Ιούνιο του 1826, οι άνδρες του Ιμπραήμ χτύπησαν στρατηγικά τη Μάνη καθώς οι Μανιάτες έλειπαν πολεμώντας στη Βέργα του Αλμυρού. Τους κατατρόπωσαν στον Δυρό οι γυναίκες της Μάνης με τα δρεπάνια τους, βοηθούμενες από λίγους γέροντες, παιδιά και ιερείς.

Η νίκη του Δυρού είναι των Μανιατισσών, η νίκη της Βέργας είναι των Μανιατών. Αυτή είναι η μανιάτικη εκδοχή της ιστορίας, την αλήθεια της οποίας διεκδίκησαν κι εφέτος, άνδρες και γυναίκες, κατά την εορταστική επέτειο στην πλατεία του Δυρού. Στην επίσημη ιστορία όμως, την ιστορία των εντυπωσιακών γεγονότων, η μάχη του Δυρού των γυναικών εμφανίζεται παρασκηνιακή, γίνεται δευτερεύουσα ηχώ της μάχης του Αλμυρού των ανδρών.

Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, απλά και για χάρη συντομίας, πως στον κόσμο της γραπτής ιστορίας συγγραφείς είναι οι άνδρες, ή καλύτερα η ιστορία ως παράθεση γεγονότων είναι ανδρική υπόθεση. Έτσι, επόμενο ήταν να υποβαθμίσουν τον ρόλο των γυναικών στα επίσημα αρχεία ή και να τον αποσιωπήσουν. Το πρώτο ερώτημα που γεννιέται, μεταξύ άλλων, είναι: Πώς αυτή την αλήθεια στην ιστορία για τον ρόλο των Μανιατισσών δεν την διεκδίκησαν οι «συνειδητοποιημένες» Ελληνίδες;

Οι γυναίκες ανά τον κόσμο, όταν κάποια εποχή στο παρελθόν, με τις πολιτικές κινητοποιήσεις τους, κατόρθωσαν να (εν)γράψουν τους εαυτούς τους στην ιστορία, συνειδητοποίησαν ακριβώς τον βαθμό στον οποίο είχαν ξεγραφτεί από τη γραπτή ιστορία στα επίσημα αρχεία. Και βάλθηκαν να ανακτήσουν τη χαμένη ιστορία τους. Η ανάκτηση αυτή περιλαμβάνει τη γυναικεία ποίηση της ιστορίας τους ιδιαίτερους τρόπους δηλαδή που οι γυναίκες «γράφουν» ιστορία. Κάτι που εξασφαλίζει μια ιστορική και πολιτισμική συγκριτικότητα και προμηθεύει μοντέλα και προγραμματικούς στόχους για το μέλλον.

Αλήθεια, πώς «γράφουν» οι γυναίκες ιστορία στην Ελλάδα; Ένα ιστορικά πραγματικό μοντέλο διεκδίκησης δημόσιου χώρου, και διεκδίκησης αλήθειας στο δημόσιο χώρο από τις γυναίκες, ανέλυσα σε πρόσφατο άρθρο μου, «Μανιάτικο Μοιρολόι - Λόγος Γυναικών», στο παρόν περιοδικό (τεύχος 70, 8 Ιουλίου). Τέτοια ιστορικά μοντέλα διδάσκουν όχι μόνο τη γυναικεία ιστορία αλλά και την ιστορία του δημόσιου χώρου και τη διεκδίκηση της αλήθειας σε αυτόν τον χώρο.

Οι γυναίκες, ποιήτριες του λόγου και της ιστορίας στη Μέσα Μάνη, ιστορικοποιούν και διεκδικούν δημόσιο χώρο από τη θέση του θανάτου που σημαίνει στα όρια του «μέσα», κατανοούν την ιστορία μέσω του σώματός τους, διεκδικούν την αλήθεια με μνήμη και τη συναισθηματική δύναμη του πόνου και ο λόγος τους νομιμοποιείται και διαδίδεται ως προφορική ιστορία μέσω της διαλογικής τεχνικής της αντιφώνησης.

Εδώ μας προκαλούν σε διάλογο: Ποια είναι τα όρια των διαφόρων αντιλήψεων του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα; του ανδροκρατούμενου χώρου; του πολιτειακού χώρου του έθνους; του διεθνικού χώρου της ευρωπαϊκής κοινότητας; Σε ποια πλαίσια διεκδικούν σήμερα την αλήθεια οι Έλληνες;

Στην ανδροκρατούμενη δημόσια σφαίρα της μοντερνικότητας η αλήθεια σαφώς δεν διεκδικείται με μνήμη και πόνο, διεκδικείται χωρίς αυτά. Γι' αυτό η «17 Νοέμβρη», για παράδειγμα, (απο)μιμείται τη μνήμη μέσω αυθαίρετων θανάτων.

Στην περίπτωση της Μάνης δεν μιλάμε για ιδιωτικοποιημένο θάνατο και πένθος. Αλλά για πένθος που απαιτούσε άλλον τύπο δημόσιου χώρου όπου οι γυναίκες αυτο-ισχυροποιούνταν. Διεκδικούσαν την αλήθεια στον δημόσιο χώρο όχι για να περιχαράξουν απλώς ένα χώρο για τον εαυτό τους, όχι για να εισέλθουν σε αυτό τον χώρο χωρίς μνήμη και για να επαναλάβουν απλώς αυτό που επιτρέπεται να ειπωθεί σε ανδροκεντρικούς χώρους, αλλά για να αμφισβητήσουν παράλληλα τη δομή κι οργάνωση του ίδιου του χώρου, αλλάζοντας τη συγκρότηση του χώρου σε μια μνήμη που ξεπερνούσε την ανδροκρατούμενη δημόσια σφαίρα.

Οι Ελληνίδες σήμερα διεκδικούν το δικαίωμα της εισόδου τους στη δημόσια πολιτική ζωή κάτι που επιτάσσει και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια δημοκρατία της ισότητας, θέσεις δηλαδή και για τις γυναίκες σε δημόσιους ανδροκεντρικούς θεσμούς, είναι η «νέα στρατηγική του ευρωπαϊκού γυναικείου κινήματος». Στην ιστορική αυτή επαναφύπνιση δεν μοιάζει ακόμη να συμπεριλαμβάνεται η ανάκτηση της χαμένης ιστορίας των γυναικών.

Η έλλειψη ιστορικής - πολιτισμικής συνείδησης να σχετίζεται άραγε με την αντίληψη του δημόσιου χώρου στον οποίο οι γυναίκες επιθυμούν να τοποθετηθούν; Ο δημόσιος χώρος δηλαδή μήπως είναι κατανοητός σαν ένας χώρος με α-ιστορικό χαρακτήρα, που αφορά μόνο τυπικά δικαιώματα, ένα πακέτο προς απόκτηση;

Κάπου στο παρεμπιπτόντως επισημαίνεται βέβαια και το ότι πρέπει να υπάρχει συνείδηση των ιδιαίτερων αξιών και προσδοκιών των γυναικών, ώστε να μην αφομοιώνονται από την ανδρική (πολιτική) κουλτούρα όταν μπαίνουν σε αυτή. Πώς όμως θα υπάρξει αυτή η συνείδηση, ή αν υπήρξε πώς θα ανακτηθεί;

Αν και σημαντικός κι αξιέπαινος λοιπόν ο στόχος της διεύρυνσης των ρόλων των γυναικών στον δημόσιο βίο, η «νέα» στρατηγική δεν μπορεί να αγνοεί ότι η κουλτούρα λήψης αποφάσεων, η γραφειοκρατική κουλτούρα και άλλοι παρόμοιοι φορμαλισμοί έχουν τη δική τους έκφυλη ιστορία, και ότι είναι διαπιστωμένη η διαφωνία τους ή η σύγκρουσή τους με τον συνυπάρχοντα καθημερινό λόγο των γυναικών στους τρόπους αντίληψης, τη λήψη αποφάσεων και τη δράση.

Οι γυναίκες λοιπόν δεν μπορεί να επαφίενται στην απλή ανακατανομή της εξουσίας που θα τους εξασφαλίσει θεσμικές θέσεις λήψης αποφάσεων, διότι η επίσημη νομή εξουσίας και προνομίων δεν εγγυώνται ισχυροποίηση. Η ισχυροποίηση είναι πρακτική και διαδικασία, και όχι απλώς θέση. Αυτό διδάσκει η ιστορία.

Η συμπερίληψη της εμπειρίας των γυναικών στη δημόσια κουλτούρα καθορίζει τον κοινωνικό αγώνα των γυναικών ως αγώνα για την αναπαράσταση και την κατοχή της «ποίησης της ιστορίας». Αυτός ο αγώνας θέτει, συνδέει και δημιουργεί νέες γλώσσες, χώρους και πρακτικές ετερότητες που απαιτούν τεκμηρίωση.

Κεντρικό λοιπόν πρόβλημα του «γυναικείου κινήματος», νέου ή παλιού, οφείλει να είναι το πώς θα ανακτηθεί η ετερότητα της καθημερινής εμπειρίας των γυναικών ως πολιτική δύναμη.

Διότι όταν πρόκειται για την πολιτική ανάκτηση της εγκυρότητας των γυναικείων καθημερινών δομών υπάρχει ένας πλούτος υλικού από την περιφέρεια, στην Ελλάδα, την υπόλοιπη Ευρώπη και αλλού, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν πολύτιμη πηγή, αλληγορία και συμβολικό κεφάλαιο. Ίσως με αυτό το κεφάλαιο οδηγό, οι γυναίκες να μην αφομοιώνουν με ευκολία μια ανδρική κουλτούρα του δημοσίου, που άλλωστε μοιάζει να πιέζει ασφυκτικά και πολλούς από τους ίδιους τους άνδρες...

Τέλος, η χαμένη ιστορία της γυναικείας ποίησης της ιστορίας (που περιλαμβάνει την ποίηση μέσω προφορικής ιστορίας και μνήμης) είναι επίσης ένα κομμάτι της ελληνικής ανδρικής ιστορίας, των επίσημων αρχείων. Κι όσο αυτό το κομμάτι λείπει, σημαίνει πως ακόμη δεν έχει ανακτηθεί το πλήρες αντιφωνικό βάθος της ελληνικής ιστορίας. Η ελληνική ιστορία παραμένει λειψή.

Νάντια Σερεμετάκη - ΤΑ ΝΕΑ (09-09-2000)
(Η Νάντια Σερεμετάκη είναι συγγραφέας και ερευνήτρια στους χώρους των Πολιτισμικών και Γυναικείων Μελετών στην Ελλάδα και το εξωτερικό).